Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁ ἐνδιάθετος

См. также в других словарях:

  • ἐνδιάθετος — residing in the mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδιάθετος — η, ο (AM ἐνδιάθετος, ον) 1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος») 2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση 3. έμφυτος, φυσικός 4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία τής Ἁγίας Γραφῆς» τα αναγνωρισμένα ως κανονικά… …   Dictionary of Greek

  • ενδιάθετος — η, ο επίρρ. α που βρίσκεται ή συμβαίνει στη διάθεση της ψυχής, ενδόμυχος, μύχιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λόγος ενδιάθετος —         (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С …   Философская энциклопедия

  • ἐνδιαθετώτερον — ἐνδιάθετος residing in the mind masc acc comp sg ἐνδιάθετος residing in the mind neut nom/voc/acc comp sg ἐνδιάθετος residing in the mind adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτως — ἐνδιάθετος residing in the mind adverbial ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιάθετον — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc sg ἐνδιάθετος residing in the mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτοις — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτου — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτους — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτων — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»